- Allegro
- Largo
- Finale: Rondo alla Pollaca
«Αυτός που έπλασε τον Αμνό έπλασε και σένα;»
William Blake (1757 – 1827), από το ποίημα «Τίγρης» (1794)
Το Κοντσέρτο για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο, ή αλλιώς «Τριπλό», όπως είθισται να αναφέρεται, έχει υπάρξει ανέκαθεν στόχος αυστηρής κριτικής. Σχόλια όπως «εγείρει αξιώσεις μίας μεγάλης μουσικής που ποτέ δεν ικανοποιεί», «ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα στο οποίο είναι εμφανές ότι η τεχνική προσπάθεια υπερτερεί της έμπνευσης» ή η ειρωνική παράφραση του γνωστού ανωτέρω στίχου του Blake «Αυτός που έγραψε την Ενάτη έγραψε και σένα;» είναι λίγα, ενδεικτικά σχόλια της κριτικής στάσης απέναντι στο ιδιαίτερο αυτό κοντσέρτο.
Ωστόσο, η αγάπη του κοινού και των μουσικών παγκοσμίως για το Τριπλό και η σταθερή θέση του στο συναυλιακό ρεπερτόριο έρχονται να αντικρούσουν έμπρακτα τέτοιες θέσεις. Ο έγκριτος Βρετανός μουσικολόγος Ντόναλντ Φράνσις Τόβυ προς επίρρωσιν των θιασωτών του κοντσέρτου έγραψε χαρακτηριστικά: «…[Χωρίς το Τριπλό] ο Μπετόβεν δεν θα μπορούσε να πετύχει τα κοντσέρτα για πιάνο σε σολ μείζονα και μι ύφεση μείζονα [τέταρτο και πέμπτο αντίστοιχα] ούτε το κοντσέρτο για βιολί. Είναι υπό μία έννοια μία σπουδή για αυτά τα έργα· και αν δεν ήταν του Μπετόβεν αλλά από κάποιον αφανή συνθέτη που δεν είχε γράψει τίποτε άλλο και που είχε την «τύχη» να πεθάνει πριν την εκτέλεσή του, οι ίδιοι άνθρωποι που κατηγορούν τον Μπετόβεν για το ότι δεν αξιοποίησε εν προκειμένω όλες του τις ικανότητες, θα έσπευδαν να αναγνωρίσουν το Τριπλό ως ένα έργο ακόμα μεγαλύτερου συνθέτη».
Το Κοντσέρτο γράφτηκε κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1804 εν μέσω μίας εξαιρετικά δημιουργικής φάσης για τον Μπετόβεν, κατά την οποία ολοκλήρωσε την Ηρωική Συμφωνία, ξεκίνησε τη Σονάτα για πιάνο σε ντο μείζονα αρ. 21 (Waldstein) και έκανε τα πρώτα σχεδιάσματα για τη Σονάτα για πιάνο αρ. 23 σε φα ελάσσονα (Appassionata) και την όπερα «Φιντέλιο». Τελικά το κοντσέρτο εκδόθηκε το 1807, ενώ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά δημόσια στο βιεννέζικο κοινό τον Μάιο του 1808. Αν και δεν είναι εξακριβωμένο από τις υπάρχουσες πηγές, εικάζεται πως σολίστ ήταν οι Μαρί Μπιγκό (πιάνο), Καρλ Άουγκουστ Ζάιντλερ (βιολί) και Αντονίν Κραφτ (βιολοντσέλο). Είχαν προηγηθεί όμως ιδιωτικές εκτελέσεις του κοντσέρτου, αρχής γενομένης ήδη από το 1804, όταν αυτό παίχτηκε στο παλάτι του πρίγκιπα Λόμπκοβιτς με τον συνθέτη στο πιάνο, τον Άντον Βρανίτσκυ στο βιολί και τον Αντονίν Κραφτ στο βιολοντσέλο.
Το γεγονός ύπαρξης τριών σολίστ αντί ενός αυτονόητα συνεπάγεται ορισμένες ιδιαιτερότητες του Τριπλού ιδίως όσον αφορά στη δομή και στη γενικότερη ισορροπία της γραφής για τρεις σολίστες. Κατ’ αρχάς ο συνδυασμός των τριών οργάνων παραπέμπει ευθέως στον χώρο της μουσικής δωματίου και συγκεκριμένα στο τρίο με πιάνο, συνδυασμό ιδιαίτερα αγαπητό στον συνθέτη. Ο Μπετόβεν πράγματι επιχείρησε μία ιδιότυπη και πρωτόγνωρη για την εποχή του σύζευξη της αμεσότητας της μουσικής δωματίου με τη μεγαλοπρέπεια του συμφωνικού ιδιώματος. Έτσι, τα μέρη των τριών σολιστικών οργάνων αντιμετωπίζονται -όπως σε ένα τρίο με πιάνο- συμπληρωματικά αποτελώντας ισάριθμες συνιστώσες μίας απόλυτα ομοιογενούς σολιστικής ενότητας. Από την άλλη, δεδομένων των ιδιαίτερων αναγκών της σολιστικής γραφής, ο Μπετόβεν αναθέτει καταφανώς στο βιολοντσέλο έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, με αποτέλεσμα αυτό να προβάλλεται ως primus inter pares, ενώ ταυτόχρονα το μέρος του πιάνου είναι συγκριτικά πιο λιτό και συχνά συνοδευτικό. Αυτή η επιλογή έχει αποδοθεί στο ότι ο Μπετόβεν έγραψε πιθανώς το μέρος του πιάνου έχοντας υπόψη του τις περιορισμένες δεξιότητες του μαθητή του Αρχιδούκα Ροδόλφου, ενώ αντίθετα το μέρος του βιολοντσέλου προοριζόταν για τον διακεκριμένο Τσέχο δεξιοτέχνη Αντονίν Κραφτ, για τον οποίο μάλιστα γράφτηκε και το διάσημο κοντσέρτο σε ρε μείζονα του Χάυντν.
Το πρώτο μέρος είναι γραμμένο σε κλασική φόρμα σονάτας κοντσέρτου. Ο συνολικός χαρακτήρας του απέχει πόρρω από τη χαρακτηριστικά αιχμηρή μπετοβενική δραματικότητα, που εδώ δίνει τη θέση της σε μία πιο αιθέρια ατμόσφαιρα. Μετά την πρώτη έκθεση του θεματικού υλικού από την ορχήστρα, που ξεκινά με μία υπόκωφη έκθεση του πρώτου θέματος από τα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσα, αυτή αναδιπλώνεται σε ένα δεύτερο πλάνο αφήνοντας τους τρεις σολίστ να αναλάβουν σχεδόν εξ ολοκλήρου τη δεύτερη έκθεση. Μετά την ενότητα της επεξεργασίας, η επανέκθεση εισέρχεται εντελώς διαφορετικά από την αρχή του μέρους, με τον πλέον θριαμβευτικό τρόπο. Σημειώνεται πως το μέρος σε αντίθεση με την κοινή πρακτική της εποχής δεν έχει καντέντσα, επιλογή λογική αν αναλογιστεί κανείς το πόσο συχνά οι τρεις σολίστ παίζουν μόνοι τους με ελάχιστη ως καμία ορχηστρική παρέμβαση.
Το δεύτερο μέρος, σε λα ύφεση μείζονα, αποτελεί στην πράξη μία σύντομη γέφυρα προς το τρίτο μέρος, που ξεκινά χωρίς διακοπή. Το βιολοντσέλο εισάγει μία λυρική μελωδική γραμμή αρχικά μόνο του, ενώ στη συνέχεια συνεπικουρούμενο από την παράλληλη μελωδική κίνηση του βιολιού και τη συνοδευτική, αρπεζοειδή κίνηση του πιάνου. Το φινάλε είναι ένα ζωηρό ροντό γεμάτο φρεσκάδα βασιζόμενο στον τρίσημο ρυθμό της πολωνέζας. Η χορευτική διάθεση φτάνει στο απόγειό της σε ένα κεντρικό επεισόδιο σε ελάσσονα τονικότητα, όπου αλληλοδιαδοχικά οι τρεις σολίστες αναπτύσσουν μία νευρώδη ανοδική κίνηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μέρους η εξωστρεφής δεξιοτεχνική γραφή δίνει ουκ ολίγες ευκαιρίες ανάδειξης και των τριών σολίστ μέσα σε μία ατμόσφαιρα λαμπερή και εκ βαθέων αισιόδοξη.