Ludwig van Beethonen
Κοντσέρτο αρ.4 για πιάνο και ορχήστρα σε σολ μείζονα, έργο 58
Συμφωνία αρ. 3 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 55, «Ηρωική»
Το Κοντσέρτο αρ. 4 για πιάνο είναι έργο κλειδί του ρεπερτορίου για πιάνο. Παρουσιάστηκε τον Δεκέμβριο του 1808 στη Βιέννη, αλλά οι σπουδές γι’ αυτό χρονολογούνται πολύ νωρίτερα, από το 1802. Συνδέεται με την Πέμπτη συμφωνία, καθώς η επεξεργασία τους ήταν σχεδόν παράλληλη και πολλά σχέδια συμπίπτουν. Για παράδειγμα, το σχέδιο για τα πρώτα μέρη και των δύο έργων υπάρχουν μαζί, είναι συμπληρωματικά. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο χρησιμοποιούν ως κύριο μοτίβο το ίδιο ρυθμικό σχήμα Το Κοντσέρτο αρ. 4 για πιάνο είναι το πιο στοχαστικό, το πιο εσωτερικό από όλα τα κοντσέρτα για πιάνο του συνθέτη. Η μουσική σκέψη και ευαισθησία του Μπετόβεν είναι συνδεδεμένες, χωρίς αμφιβολία, με το έργο αυτό. Το χαρακτηρίζουν μοντερνισμός, τόλμη, δραματικότητα και μια διάθεση ανατροπής κάθε ιεραρχίας στη σύνθεση. Με το Κοντσέρτο αυτό ο Μπετόβεν έλυσε το πρόβλημα της εμφάνισης του πιάνου, που στα προηγούμενα κοντσέρτα χανόταν ή εξασθένιζε, καθώς εμφανιζόταν μετά την ορχηστρική συμφωνική ανάπτυξη. Στο Κοντσέρτο αρ. 4 το θέμα, χωρίς καμία ορχηστρική εισαγωγή, παρουσιάζεται ευθύς εξαρχής από τον σολίστ. Η έκθεση είναι απλή και διαρκεί μόλις πέντε μέτρα αλλά το αποτέλεσμα είναι συνταρακτικό. Από τις πιο δυνατές σελίδες του έργου είναι ο διάλογος του πιάνου με την ορχήστρα στο δεύτερο, αργό μέρος, ένας διάλογος που θυμίζει μάχη, με το βίαιο παίξιμο της ορχήστρας να αντιπαρατάσσεται στην τρυφερότητα του πιάνου – κάτι που έκανε τον Λιστ να μιλάει για αγώνα του Ορφέα με τις Ερινύες.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ, αναδημοσίευση από έντυπο του ΟΜΜΑ 1996-1997
Συμφωνία αρ. 3 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 55 (Ηρωική)
Αναμφίβολα μια από τις δημοφιλέστερες συμφωνίες του η Τρίτη του Μπετόβεν είναι κυρίως γνωστή με την προσωνυμία «Ηρωική». Το έργο ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1804 και συνοψίζει τις θεμελιώδεις αξίες του Ρομαντισμού, που εκφράζονται τόσο μέσα από το θεματικό υλικό όσο και μέσα από τον τρόπο που ο Μπετόβεν χειρίζεται τη συμφωνική μορφή. Η ιστορία της σύνθεσης του έργου αλλά και οι περιπέτειες της προσωνυμίας του είναι λίγο έως πολύ γνωστές. Η ιδέα να γραφτεί ένα έργο αφιερωμένο στον απελευθερωτή των λαών της Ευρώπης, στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, είχε προταθεί στον Μπετόβεν ήδη από το 1798, από τον τότε πρέσβη της Γαλλίας στη Βιέννη, αλλά και από τον περίφημο βιολιστή Ρούντολφ Κρόυτσερ, του οποίου το όνομα απαθανάτισε ο Μπετόβεν αφιερώνοντάς του, το 1803, τη γνωστή σονάτα. Ο Μπετόβεν βρήκε την ιδέα συναρπαστική και πράγματι συνέθεσε τη Συμφωνία εμπνεόμενος από το μέγεθος των ιστορικών πράξεων του Ναπολέοντα. Ωστόσο, όταν ο Βοναπάρτης έστεψε εαυτόν αυτοκράτορα, το 1804, ο συνθέτης θεώρησε ότι τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης είχαν προδοθεί, αντικατέστησε το δεύτερο μέρος της Συμφωνίας του –ένα θριαμβικό εμβατήριο μέχρι εκείνη τη στιγμή– με ένα πένθιμο εμβατήριο και τροποποίησε την αφιέρωση: «Συμφωνία ηρωική, που γράφτηκε στη μνήμη ενός μεγάλου άνδρα».
Η συμφωνία ορίζεται με σαφήνεια από δύο αρχικές συγχορδίες στη μι ύφεση που αποδίδονται από το σύνολο της ορχήστρας. Χαμηλόφωνα εισάγεται το πρώτο θέμα, που αποδίδεται από τα βιολοντσέλα, τις βιόλες και τα δεύτερα βιολιά. Ακολουθεί ένα δεύτερο θέμα που περνά διαδοχικά από το όμποε στο κλαρινέτο, στο φλάουτο και στα πρώτα βιολιά, για να αποδοθεί εντέλει από το σύνολο της ορχήστρας. Η επεξεργασία που ακολουθεί είναι πολύ εκτενέστερη από τις αντίστοιχες προηγούμενων συμφωνιών, ενώ ο πλούτος και η ποικιλία της πραγματικά εντυπωσιάζουν. Παράλληλα με την επεξεργασία κυρίως του πρώτου θέματος της Συμφωνίας, ο Μπετόβεν εισάγει ένα τρίτο βασικό θέμα καθώς και αρκετά δευτερεύοντα. Έτσι το ενδιαφέρον αυξάνεται, χωρίς όμως η πολυπλοκότητα να κάνει τη γραφή δυσδιάκριτη. Καταλήγοντας τα κόρνα επαναλαμβάνουν το αρχικό θέμα, που περνά στο σύνολο της ορχήστρας, και ολοκληρώνει το πρώτο μέρος.
Διασημότερο ίσως και από την ίδια τη Συμφωνία είναι το δεύτερο μέρος της, το περίφημο πένθιμο εμβατήριο. Πρόκειται για «μια σελίδα οδυνηρής γλαφυρότητας, για την οποία είναι γνωστό ποιο συναίσθημα πένθους –το πένθος για έναν “ήρωα”– την ενέπνευσε.»: έτσι είχε συνοψίσει τη διάθεση του μέρους αυτού ο Χανς φον Μπύλοου, ο διασημότερος ίσως γερμανός αρχιμουσικός του περασμένου αιώνα. Και τα δύο θέματα εισάγονται από τα πρώτα βιολιά, ενώ στην επεξεργασία συμμετέχει και πάλι ολόκληρη η ορχήστρα.
Ζωηρό και γεμάτο αντιθέσεις είναι το Scherzo που ακολουθεί. Χαμηλόφωνοι, διακεκομμένοι φθόγγοι στα έγχορδα, προαναγγέλλουν την είσοδο του όμποε, που παρουσιάζει το πρώτο θέμα. Ακολουθεί ένα δεύτερο, στα φλάουτα και στα βιολιά. Το Trio, που βρίσκεται στο κέντρο του μέρους αυτού, είναι στην ουσία μια φανφάρα, που επαναλαμβάνεται δύο φορές πριν επιστρέψουν τα θέματα του Scherzo. Τα έγχορδα εισάγουν το τελικό μέρος με εντυπωσιακό τρόπο. Σύντομα όμως οδηγούνται σε στάση, προκειμένου να διατυπωθεί το πρώτο θέμα, χαμηλόφωνα και με νυκτούς φθόγγους. Ας σημειωθεί ότι ο Μπετόβεν αγαπούσε ιδιαίτερα αυτό το θέμα, που είχε χρησιμοποιήσει και παλιότερα στην κατάληξη του χοροδράματός του Τα πλάσματα του Προμηθέα. Ακολουθεί μια σειρά παραλλαγές του, πριν εμφανιστεί ένα δεύτερο, θριαμβικό θέμα, βασισμένο όμως κι αυτό στη θεμέλια ιδέα του προηγούμενου. Η πρώτη ιδέα επανέρχεται γαλήνια, εκφρασμένη από τα ξύλινα πνευστά. Ακολουθούν νέες, εντυπωσιακές παραλλαγές, ενώ στην τελική παραλλαγή ολόκληρη η ορχήστρα συμβάλλει στη διατύπωση του θριαμβικού χαρακτήρα της Τρίτης συμφωνίας.
ΝΙΚΟΣ Α. ΔΟΝΤΑΣ αναδημοσίευση από έντυπο του ΜΜΑ 1999-2000